ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
[ένας διάλογος με τους νέους]
[*απόσπασμα από τη Ζωικη μνημη, Ιδιωτική Έκδοση 2020, σσ. 255-285]
Υπάρχουν βέβαια πάντα διδάσκοντες και μαθητές, αλλά αυτό έχει τυπικό και προσδιοριμένο χαρακτήρα μόνο στην κρατική εκπαίδευση. Έξω από αυτήν, στην καθημερινή ζωή δάσκαλοι και μαθητές είναι όλοι, όλοι τα ζωντανά επικοινωνούντα μέλη μιας μικρής προσδιορισμένης κοινωνίας. Στην ανθρώπινη φυσικο-κοινωνική πραγματικότητα, είμαστε όλοι «ακροατές», αποδέκτες επιδράσεων, ώστε ο «ομιλητής» είναι η άλλη όψη του «ακροατή», και οι ρόλοι εναλλασσόμενοι. Έτσι μόνο μπορώ πραγματικά να καταλάβω το ρόλο που έπαιξα σα «δάσκαλος», «ρόλος» που τον καταλάβαινα σαν μια εκδήλωσή μου ως οντολογικού ανθρώπου και του προσώπου μου, εμένα, όπως οι άλλες μου ζωικές εκδηλώσεις. Φυσικά, εγώ ήμουνα ο ομιλητής, αλλά οι «μαθητές» ήταν ο άλλος διαλεκτικός πόλος της κατάστασης αμοιβαίας μαθητείας. Αυτά τα έχει πει απλά και καλά ο Σωκράτης που πέρασαν και στη γραφή του Πλάτωνα, όπως φυσικά τα ξέρουμε από την εμπειρία της ζωής μας.
Όταν λοιπόν βρέθηκα στους διάφορους ρόλους δασκάλου στο σχολείο, στο φροντιστήριο, στους κύκλους που σιωπηρά ή οργανωμένα λειτουργούσαν, σε παρέες, διαλόγους, λογοτεχνία και τέτιες αναστροφές, περιοδικά, συνέδρια και ό,τι άλλο, από τα πράγματα διαλογικό, διαλεκτικό, με ρυθμιστικό παράδειγμα το σπίτι μου, τον οίκο μου–οίκο μας, προσπάθησα να μένω ο εαυτός μου, ως τα ποικίλα κυνηγητά και τους φθόνους ή επαίνους, με κύριο χαρακτηριστικό την αγάπη που γεννάει η αμεσότητα της επαφής, ή την κεντρίζει και την ξυπνάει.
Με αυτήν την ερωτική έννοια αυτής της κατάστασης ήμουνα δάσκαλος, ιδιότητα και ποιότητα, που, θυμάμαι, μελετήσαμε με τον φευγάτο καθηγητή Αλέκο Κοσμόπουλο σε ένα διετή κύκλο πλατωνικού χαρακτήρα με θέμα « Ο έρωτας στην παιδεία», με συμμετοχή του φοιτητικού του εργαστηρίου και συναδέλφων και μαθητριών μου, όταν ήμουνα στο γυμνάσιο θηλέων. Αλλά, βέβαια, η μελέτη αυτή, η έτσι οργανωμένη, ήταν για μένα έτσι κι αλλιώς συμβατική έναντι της πραγματικότητας της απτής άσκησής της.
Ας πούμε πως έτσι, αφού βέβαια δε μπορούν να περιγραφτούν αλλιώς αυτές οι καταστάσεις (αλλά και πάντα με ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα για τη γνήσια βίωσή τους, ακόμα και αναμνηστική), λειτούργησα σαν δάσκαλος, με τη λέξη και την έννοια αυτή πάντα μειωτική και δεσμευτική στην οντότητά μου. Η αναμνηστική βίωση αυτής της κατάστασης αμοιβαίας παιδείας μετά από χρόνια λίγα ή πολλά μπορεί να είναι περιγραφική μνήμη ή ζωική, ζωντανή αναβίωση, προπαντός όταν τα μέλη της, ο «μαθητής – μαθητές» και εγώ βρισκόμαστε ενώπιοι ενωπίω, αλλά πάντα δυνατή με αυτόν τον αναβιωματικό χαρακτήρα πραγματώνεται υπερβατικά ή λογοτεχνικά, κυρίως ποιητικά. Έτσι έζησα με ωραία παιδιά στο σχολείο, στο φροντιστήριο, στις λογοτεχνικές, ποιητικές βασικά, συντροφιές, αλλά και με ώριμους ανθρώπους των συναπαντημάτων μου.
Η αμεσότητα της οντολογικής, ελεύθερης επαφής, αναγνωριστικής και παιδευτικής, οδηγούσε σε καταστάσεις και έργα, με εκείνα τα παιδιά, νέους που πάντα μένουν ίδια στη διαφορετικότητά τους, με την ίδια οντολογική γεύση, κι ας διαμορφώθηκαν στην κοινωνική ζύμωση έτσι κι αλλιώς σαν χαρακτήρες.
Και ας θυμηθώ κάποια λόγια τους, ενδεικτικά της ανθρώπινης φύσης, ελεύθερης από όρια και όρους στην αμεσότητα της οντολογικής σχέσης, που αναφέρονται σε μένα, αλλά είμαι η αφορμή τους και η ματαιοδοξία που μου γεννάνε υπερβαίνεται άνετα, μου γίνονται παιδευτικά και οδηγητικά, και ενοποιούνται σε αυτό που ένιωσα, νιώθω και κάνω ποίηση, κατά το «ποητικώς ζην» μου, όπως το ονόμασε ο Μερακλής. Λόγια σκόρπια από εκείνα τα ωραία παιδιά, αγόρια και κορίτσια, άντρες και γυναίκες στην ωριμότητά τους, (και, ενδεικτικά κάποια φίλων), λόγια μιας ζωντανής διάρκειας:
Πρέπει να καταλάβεις πως εσύ είσαι διαφορετικός, ένας * (Γυρνώντας γύρο μου: Κύριε, κύριε, είστε ο Ποσειδώνας (ο Πεντζίκης με θεώρησε «ποιητή του νερού») * Ποιητής ή σάμαν; * Εσύ τον έφτιασες * Γιατί πήγατε στην εκπαίδευση; * Στο Πανεπιστήμιο έπρεπε να είναι poet in residence * Έφυγες απ’ το Πανεπιστήμιο κι έφυγε ο πολιτισμός * Τι θέλετε εσείς εδώ μέσα στο Πανεπιστήμιο; * Αυτός ο άνθρωπος είναι ο θεός μου * Μητέρα του είναι η σοφία και πατέρας του το άγνωστο* Τι είσαι; * Στο βιβλίο σας νιώθω ενωμένη μαζί σας * Ο Δάσκαλος της Πάτρας * Όταν έρχεστε στο μαγαζί φαίνεται γεμάτο *(Ένας αντιδήμαρχος σε «Παγκόσμιο» συνέδριο στην Πάτρα:) Το μεγάλο δίδυμο Μπελεζίνης – Σκαρτσής * Αυστηρός, με ιερή οργή και συναισθηματικός με άπειρη κατανόηση, μας οδήγησες στους δρόμους της αυτογνωσίας και στα σκαλοπάτια της ποίησης που θεώνουν τον άνθρωπο * Είσαι ένα υπέροχος θεός *(Καθώς είμαι κοντά σε ένα δέντρο:) Ταιριάζετε με το δέντρο* Ένιωσα την αύρα σας πριν σας δω * Χωρίς εσένα δε θα ήταν η Πάτρα όπως είναι * (Στο Συμπόσιο:) «Εκπέμπετε ερωτόνια» * (Για το Συμπόσιο;) Ξέρεις τι έχεις δημιουργήσει; * Σ’ όλη μου τη ζωή δε γνώρισα άνθρωπο που να μην έχει καθόλου «εγώ» όπως εσύ * Εσύ πρέπει να ζεις μόνος σου ψηλά σ’ ένα βουνό * Είστε ένας μικρός θεός * Ένιωθα δέος να σας πλησιάσω* (Ως ποιητές: Μας μάζεψες απ’ το δρόμο) * Υπάρχω επειδή υπάρχεις * Στ’ όνειρο ήταν ο ακραίος έρωτας μ’ ένα λιοντάρι, ήσουν πίσω ουδέτερος σε φαιό χαροντικό ένδυμα κι έλεγα: Αυτόν! * Το είχα νιώσει ότι είσαι εδώ * (Στο τηλέφωνο, ξάφνιασμα: Θεέ μου αυτός είναι, είσαι εσύ * O αγαπημένος μου καθηγητής!* Δε θα γίνουμε ποτέ σαν εσένα * Ποίησέ με * Είμαι ποίημά σου * Στο Σωκράτη, σαν στον κόσμο* Με εποίησες * Διδάσκαλος του Γένους, του γένους των ανθρώπων * Έμπαινες ήλιος στην αίθουσα και θαμπωνόμουνα, γι’ αυτό έβγαινα έξω * Προχωρούσα βαθιά στη θάλασσα και άκουσα ανήσυχη τη φωνή σου γουργουριστή να με καλεί να γυρίσω * Τρελέ μου ποιητή * Είσαι ένα αστέρι που όλο προχωράει * (Για το Συμπόσιο:) Ξέρεις τι έχεις δημιουργήσει; *Τι κοιτάς; Πέτα! * Δάσκαλέ μου! * Αν έχω τίποτα καλό, το χρωστάω σ’ αυτόν * Κούρε αλαβάστρινε * Σωκράτης Σκαρτσής, τελεία! * Στ’ όνειρο μέσα στη θάλασσα εξείχες και με τραβούσες γοητευμένη, σ’ έφτασα, σ’ αγκάλιασα κι έγινες μαρμάρινος, άγαλμα *Άντρας * Εσύ έπρεπε να είσαι κάπου ψηλά, στη Νέα Υόρκη, να λάμπεις σε όλο τον κόσμο * Δεν αντέχεστε!* Μας έκανες κι εμάς μεγάλους * Αυτός ο άνθρωπος άλλαξε τη ζωή μου * Εσύ πάντα θεός *(Δεκαοχτάχρονη παιδικά:) Θεούλη μου * Δεν είσαστε για τη γη, αλλά σας πήρε αυτή * (Ποίημα, με αφορμή που είπα την κουβέντα του πατέρα μου, όταν χάζευε έκλειψη ηλίου όταν ήταν να γεννηθώ): «Εσύ, παιδάκι μου θα γίνεις ή μεγάλος άνθρωπος ή μεγάλος παλιάνθρωπος:) Γη-έκλειψη-γένεση Δεν ήταν για τη γη αλλά αυτή τον κέρδισε. Τόση η χαρά της που σκίασε τον ήλιο * Ξέρετε τι έχετε κάνει στη ζωή μου; * Είστε ένας άνεμος που έγινε άνθρωπος * Εσείς δεν είστε άνθρωπος, είπα για σας σε φίλες μου, και το κατάλαβαν».
Λόγια που προπαντός δείχνουν τι μπορεί να συλλαμβάνει ο άνθρωπος και πώς πλάττει τον πνευματικό τον πολιτισμό, τα υπερβατικά και προσωπικά του, την απέραντη ερωτική ποιητικότητά του, και ότι, μέσα του, βαθιά του υπάρχει αυτή η ζωική, ζωτική ποιότητα, που τον ρυθμίζει υπερβατική των τυπικών αισθημάτων και καταστάσεων της ζωής, αναπνοή-πνοή-έμπευση-πνεύμα-πνευματική ζωή.
Και ας θυμηθώ, έτσι περαστικά, μερικά από εκείνα τα παιδιά, μόνο με τα μικρά τους ονόματα, της επαφής μας ονόματα, αφήνοντας τα επίθετα στην περιπέτεια της ζωής και στον, όπως εξελίχθηκε, χαρακτήρα τους.
Ο πρώτος νέος που θυμάμαι είναι ο Κύριλλος, που έγινε νωρίς σπιτικός μου, σταθερά παρών, με παραγωγή άπειρης γραφής που δεν πολυνοιαζόταν πάντα να γίνει ποιητική, με έβλεπε πατρικόν «τετέα» («πατέρα» σε κάποια σλαβική γλώσσα) και μοίραζε το «Όστρακο» στα περίπτερα χωρίς οικονομικό λογαριασμό, μου ζωγράφισε, έτσι απλά, ένα μικρό πίνακα (τώρα βρίσκεται στο σπίτι της Χοντρολυγιάς), ο Κύριλλος λοιπόν μου άφησε μια αίσθηση ανέμελης ελευθερίας, ανέγνοιαστης επαφής και απλής, αυτονόητης ανθρώπινης σχέσης. Δεν περιέλαβα, κακώς, ποιήματά του στην Αχαϊκή Ποίησή μου, αλλά να ένα από την Ποίηση στην Πάτρα μου: ΠΟΝΟΣ Τσόφλι πεταμένο/πάνω στην απέραντη λίμνη/παλεύει να πιαστεί από τα κλαδιά του νερού.\/ατέρμονο το ουρλαιχτό του μοιράζονται η ομίχλη και τα βότσαλα,/ζητάει το χαμένο του εαυτό./Αν το βρει συφορά:/Θα σηκώσει τη λίμνη.
Ήταν η εποχή που με είχε μπλέξει ο Μπελεζίνης με τα φροντιστήρια, «προσωρινά» και έναντι των αναμενόμενων πολιτισμικών μου σχεδίων. Είχα πάει να τον δω,και με έμπασε ξαφνικά να κάνω αρχαίο θέμα σ’ ένα ζόρικο τμήμα, που ήταν έτοιμο να με σφάξει. Τα κατάφερα και πήγε καλά. Με την αρχή της δεύτερης χρονιάς, που δεν ήξερα τι θα γίνει καθώς καθόμουν στο γραφείο του φροντιστηρίου, να και βλέπω τρία κορίτσια – «σε μένα έρχονται;» − και ναι, έρχονταν σε μένα. Ήταν η Χάρι, η Κική και η Γιοβάνκα, η αρχή της επερχόμενης κοινωνίας μου. Έτσι άρχισε η ιστορία μου με το φροντιστήριο στου Παναγόπουλου σε συνεργασία με το Μπελεζίνη. Πήγαινα τα καλοκαίρια μέχρι τη δικτατορία. Ήταν φροντιστήριο του δικού μου τρόπου: «Όποιος μου πει τι είδους είναι η μετοχή θα πάρει το «Άσμα Ασμάτων». Μετά το αρχαίο θέμα ποίηση στην εσωτερική βεράντα. Ένιωθα δημιουργικός γενικά και ενιαία: Ήθελα να κάνω ποιήματα που «να περιλαμβάνουν όλες τις αισθήσεις», ή να σχεδιάσω φορέματα για τα κορίτσια, ήμουνα ο εαυτός μου εν πορεία. Μάθημα λοιπόν στην πλατεία Γεωργίου και σε βάρκα στο Ρίο. Δέκα-είκοσι παιδιά κάθε βδομάδα στην ταράτσα του σπιτιού στο Ρίο. Δώρο τους η μουσική του κινηματογραφικού έργου «Στον κύριό μας με αγάπη». Όπως ερχόμουνα από το Ρίο στην Κανακάρη προς το φροντιστήρο έβλεπα μακριά τα παιδί να με περιμένουν στο μπαλκόνι. Κάποια χρονιά, σ’ ένα τμήμα κοριτσιών (το ένα αγόρι που υπήρχε αποχώρησε), με το τέλος των μαθημάτων χαιρέτησα, έφυγα, αυτές ακίνητες, δεν ήξερα τι να κάνω. Και οι λογοτεχνικοί κύκλοι, οι ιδιαίτερες επαφές και η λύση προβλημάτων, η διαρκής μου φρεσκάδα έκπληξης, τόσα παιδιά, τόσοι άνθρωποι, ιδιαίτερες στιγμές ανθρώπινης γόνιμης κοινωνίας. Και η μνήμη γενικής γεύσης και αόριστων, υπαρκτών συνειδητά ή όχι ιδιαίτερων αισθήσεων, μια κατάσταση, φυσική τότε, μοναδική εκτιμούμενη τώρα: Ο Μπελεζίνης: «Ο Δήμος της Πάτρας πρέπει να το ερευνήσει, να το μελετήσει». Ο Μερακλής: «Μόνο στη Μακρόνησο με το Ρίτσο έγινε αυτό».
Και να η μνήμη μερικών παιδιών:
Ο Παναγιώτης, άνετος, έξυπνος, σοβαρός και χωρίς εκδηλώσεις, ξεχωριστός στο ήθος. Έγραψε ποιήματα, και ανάμεσά τους αυτό: Δεν υπάρχει νερό/ και ακούω τη μάνα μου να πλένει, που Κ. Κρεμμύδας το θεώρησε δείγμα της μαθητείας από μένα. Είχαμε για χρόνια επαφή. Έγινε σημαντικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, έβγαλε βιβλία αξιόλογα, έκανε συνέδρια. Σε ένα από τα τελευταία τεύχη της «Υδρίας» δημοσίευσε ένα πολύ πρωτότυπο κείμενό του. Ο Παναγιώτης είχε προετοιμάσει την αποδοχή μου στον Πατάκη για την έκδοση του πρώτου βιβλίου μου που έβγαλε, εκείνον τον οδηγό εκθέσεων, συμπληρωμένον από την Ξένη, όπου φιλοδοξούσα να διδάξει να ξεκινάει η γραφή τους από την ποίηση.
Η Χάρι, απλή, με το ίδιο φόρεμα στο μάθημα όλο το καλοκαίρι, αστεράκι, χαριτωμένη, έξυπνη και απλή, αγνή και άμεση, ένα από τα πιο σπουδαία πλάσματα που μου έτυχαν, με γνήσια, ακαριαία επαφή μαζί μου. Για χρόνια είχα αλληλογραφία με τη Χάρι, τα γράμματά της έδιναν την πορεία στη ζωή ενός αγνού πλάσματος σε απόλυτη επαφή μαζί μου, μια αέρινη, ελεύθερη, με απόλυτη αυτογνωσία και ειλικρίνεια («Στον κύριό μου με αγάπη»), μου έδινε σταθερά τη γεύση της πραγματικότητας, στην οποία μετείχαμε άνετα και απλά. Με ενεργοποίησε αυτή η γεύση και στην ποίηση, όταν θέλησα να αποδώσω τη νεανική, κοριτσίστικη πρόσληψη της πραγματικότητας. Μέχρι που: «Κύριε, κύριε, ξέρετε εσείς, ερωτεύτηκα τον Παναγιώτη»: Μου είχε περιγράψει την προσπάθεια εκείνου, την αντίδρασή της και την προοδευτική, με γνήσιες αντιδράσεις, αποδοχή της. Τους έκανα δώρο στο γάμο τους την έκδοση των Δεκαοχτώ ποιημάτων μου. Μετά από χρόνια, καθώς έμπαινα με την κυρά μου προς ένα φιλικό με πολλούς τραπέζι, είδα τη Χάρι, πάντα χαριτωμένη, με άσπρα μαλλάκια, να πετιέται σαν πουλάκι κοντά μου να κρεμαστεί στο λαιμό μου.
Η Κική, όμορφη, ευγενική, έξυπνη, φίλη της Χάρης, συγκρατημένη, κάπως παράδοξη (Η Χάρη: «Κύριε, βάλτε μυαλό στην Κική), πρόκοψε επιστημονικά, έγινε καθηγήτρια αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο (μου είχε παλιά δώσει για θεώρηση το διδακτορικό της. Ο πατέρας της, προσωπικότητα της Πάτρας: «Εσύ την έκανες ό,τι είναι). Αλλά η Κική δε φρόντισε καλά τη ζωή της. Κάποτε στη Θεσσαλονίκη μου είχε γνωρίσει αυτόν που σχεδίαζε να παντρευτεί, της είπα «Όχι» (και ο πατέρας της το ίδιο, όπως μου αποκάλυψε πολύ αργότερα), τον παντρεύτηκε, και χάλασε τη ζωή της. Μας έφυγε νωρίς. Και συχνά αναλογίζομαι πώς πάνε χαμένοι με τις επιλογές τους σπουδαίοι άνθρωποι, κάποια σπουδαία κορίτσια, κάποια προικισμένα αγόρια, που έζησαν μαζί μου κάποτε, και έμειναν εσωτερικά πάντα,ίδια, αλλά ακατανόητα για την πορεία τους στη ζωή. Θυμάμαι, που η Κική, η «Κυρία των αγγέλων» για τις φίλες της, μου είχε έρθει στο φροντιστήριο, καλοντυμένη, πανόμορφη και ευτυχισμένη από ένα κινηματογραφικό έργο που την ενθουσίασε, και με αφορμή αυτό να έρθει σε μένα εν απολύτω κοινωνία, σε σιωπηρή τέλεια επαφή, και της είπα: «Κική, έτσι να ερωτευτείς». Δε μ’ άκουσε – ή, το πιθανότερο, δε βρήκε αυτό που της ταίριαζε, και πίεσε λαθεμένα τον εαυτό της. Την είδα μερικές φορές πριν μας φύγει.. Τελευταία βρήκα σε ένα από τα πρώτα μου περιοδικά βρήκα ένα ωραίο ποίημά της, που δυστυχώς δεν το είχα δει, και δεν το περιέλαβα στην Αχαϊκή Ποίησή μου. Θυμάμαι και που, για καιρούς, την παρίστανα στο νου μου, πιο καλά στον ποιητικό ρυθμό μου, χωρίς να της το πω, με ένα ποίημα κοινής μας ταυτότητας που θ’ άρχιζε με το Μα γιατί, μάνα μου, μαλώνεις τον άνεμο, και που τελικά γράφτηκε.
Η Μαρίνα δεν ήταν μαθήτριά μου, ερχόταν στο φροντιστήριο να πάρει τις φίλες της. Αλλά ερχόταν και για να με παλέψει. Και ο Μπελεζίνης: «Πρόσεξε, είναι επικίνδυνη». Ήταν ένα κορίτσι-ζαρκάδι, που στην παρέλαση πήγαινε μπροστά από όλα τα σχολεία,λυγερή και δυνατή, όλη αυτοπεποίθηση, αλλά και κρυμμένη θλίψη. Μα έδωσε ωραία ποιήματα για το «Όστρακο», που ο Μπελεζίνης τα φοβήθηκε ύποπτα, και μου ζήτησε να το ψάξω. ΄Ηρθε η Μαρίνα να τα πούμε, είπα στις φίλες της: «Ελάτε μετά να πάρετε τη φίλη σας,», έμεινε δυο ώρες, και έφυγε νικημένη, απλή και καθαρή, και ήταν, φανερά πια, αυτή που έγραψε εκείνα τα ποιήματα. Να ένα: Τι φτέρωμα είναι τούτο/κρυμμένο στ’ ασφοδελιού/τ’ αψηλότερο κλαδί;/Λαμπρό γαλάζιο, αστραφτερό κίτρινο/ ψεύτικα σπίτια εκεί/γλιστράει κάτω σα μαλακό,γαλάζιο φτερό. Με αφορμή της, και προς οδηγία της έγραψα το «Marina»: Ο τοίχος είναι κρύος/κι οι κνήμες μου λέξη ─ στη θάλασσα//μάρμαρο ο νους/κι οι κνήμες μου λέξη ─γονάτισε//ξέρριζη η δέση μου,/ξέρριζος στις πέτρες ο θανατος,/ ξέρριζη η γύμνια σου στο κύμα/στο νερό θα δεθούμε/και με στέρεα φωνή θα σε πάω// στο γυμνό αλώνι της κραυγής σου//─ ο τοίχος είναι δικιολογία στη θάλασσα/κι ο νους γονατίζει στο θάνατο//έτσι, χάρου τις πέτρες/τρυφερό μυστικό. Μετάφρασα και τη «Marina» του Έλιο και την μετάφρασε και αυτή μαζί με τον Μπερλή..
Ωραία παιδιά της αγάπης και της ερωτικής βίωσης της πραγματικότητας (στο χώρο εκείνου του παλιού μου νεανικού ποιήματός, που έλεγα στον ήλιο πως εμείς να ζούμε ξέρουμε μονάχα,υπονοώντας την οντολογική μας, εξωζωική συνύπαρξη μαζί του), έτσι αυτό έτσι εκείνο, πηγή και πράξη ζωής, διαλεκτικά πρόσωπα αυτοαναγνώρισης και δικαίωσης, που οικειεώθηκαν στην ποίησή μου. Ωραία κορίτσια και ζωντανά αγόρια, που με την ποικιλία και την ελευθερία στη φρεσκάδα της ολάνοιχτης νεότητάς τους και μετά με την πρόοδο της ηλικίας τους μου κάνουν πραγματικό, πάντα ίδια, μου δείχνουν χειροπιαστά πως η έξω από τα εδώ και η απεριόριστη πνευματικότητα που με συντηρεί, είναι ανθρωπινά δικαιωμένη και παραγωγική, αυθόρμητα παιδευτική.
Ο χαμένος μας Ηρακλής ήταν ο πρώτος μαθητής από το γυμνάσιο που ήρθε στο σπίτι. Τον θυμάμαι στο σπίτι να βλέπουμε και να ακούμε την Ξένη, στα τρία-τέσσερά της (τότε που την κρατούσα αγκαλιά και χόρευα τρελά το a la turka του Σοπέν), να χορεύει και να λέει λόγια, που σκεφτόμουνα πως έπρεπε να τα καταγράψω, αλλά και το θεωρούσα αυτό αταίριαστο. Ο Ηρακλής έφερε το Χρήστο, και αυτός την Έρση. Ο Ηρακλής ήταν αργός στην κίνηση και στη γλώσσα, άνετα ιδιοφυής και σοβαρά ειρωνικός, ανέμελος στο να δείξει την ποιότητά του. Στα δεκαπέντε του, σ’ ένα φωτοτυπημένο φυλλάδιο που τους έβγαζα στην τάξη για περιοδικό, έδινε σε μια σύντομη φράση την αίσθηση της θεότητας μ’ ένα τρόπο τόσο απλό, που με κατέπληξε. Όταν τελείωσε το γυμνάσιο, με μένα φιλόλογό του σε κείνη τη σπουδαία τάξη που είχα στο Γ΄ Αρρένων, μου ζήτησε να τους κάνω μάθημα έκθεσης για το πανεπιστήμιο. Πήγα σπίτι του, όπου ήταν και μερικοί συμμαθητές του, με ρώτησε, συνοψίζοντας την εκτίμηση της κατάσταση, και όχι για να του απαντήσω, «Γιατί μου φάγατε δώδεκα χρόνια απ’τη ζωή μου», εννοούσε το σχολείο, μου έδειξε και το απολυτήριό του κρεμασμένο στον τοίχο, με γραμμένο τίτλο του «Ενθάδε κείται η αποκοίμησή μου». Ρώτησα ρώτησα τα παιδιά: «Τι εννοείτε να σας κάνω μάθημα έκθεση; Πώς,τι;». Το κουβεντιάσαμε, κάπου καταλήξαμε, και πια εγώ (ξεκινώντας από την αφορμή του Ηρακλή, κατά πώς μου πήγαινε, άρχισα, μέσα στη δικτατορία, αυτό το μάθημα αυτοσχεδιάζοντας και επινοώντας, ένα είδος γλωσσικής αγωγής, στην οποία έδινα ό,τι είχα, και προέκυψε μια κατάσταση με πλήθος διαλεγόμενά μου παιδιά (κάποτε φτάσανε τα 200), που δεν κοίταζα ποια πλήρωναν και ποια όχι, και που αποτέλεσαν την ποιητική μου κοινωνία γλωσσικής αγωγής, μεταφράσεων, ποίησης και εκδόσεων, μέχρι τα μεταδιδακτορικά, τη μήτρα του Συμποσίου Ποίησης, «Όστρακα», την εξωπολιτική ιδεολογία τους και τις εκδηλώσεις τους. Βρήκα την ήρεμη παρουσία του οικείου μου Ηρακλή και όταν πρωτοπήγα στον Καστανιώτη, που τον είχε θαυμαστικόν μου προετοιμάσει να με δεχθεί.
Ο Χρήστος, επιρρεπής στην ποίηση, οδηγήθηκε σ’ αυτήν, όπως είπε κάποτε σε μια παρουσίασή του, αφού διάβασε τον Καβάφη, δεν του πήγαινε, και, όταν είδε το Νερό στις μέρες μου, βρήκε τον δρόμο του και έκανε την ποίησή του. Έφυγε νέος στην Αμερική, όπου πρόκοψε επιστημονικά, γνώρισε σπουδαίους ανθρώπους διαφόρων χωρών και έβγαλε σημαντικά βιβλία, μένοντας πάντα καθαρόαιμος έλληνας. Σε μια αναμνηστική της Πάτρας ποιητική συλλογή του ένα ποίημά του που δείχνει τη σωστή, διαλεκτική, παιδεία, καταλήγει λέγοντας πως οι μαθητές μου με είχαν ήρωά τους στα Ψηλαλώνια στη θέση του αγάλματος του Γερμανού. Είναι πάντα σοβαρός, κοφτός στο λόγο του, κι έρχεται τα καλοκαίρια, όταν βρίσκεται στην Ελλάδα, να με δει, μένει πάντα ο ίδιος. Μου στέλνει και e-mail από την Αμερική με ευχές ή για να μου κάνει γνωστό τι και πού έγραψε για μένα.
Ο Κώστας, διδυμικός του Χρήστου σ’ όλη τους τη ζωή, έγραψε πολύ νωρίς καλή ποίηση, τους έβγαλα το πρώτο τους κοινό βιβλίο, μου έστειλε και τελευταία ένα ποίημα – αλλά τον έφαγε η πολιτική. Ήταν από αυτούς, που, όταν με ρώτησαν, με το τέλος της δικτατορίας, πού να στραφούν, στο εσωτερικό ή το εξωτερικό ΚΚΕ, και τους απάντησα «πηγαίνετε να ερωτευθείτε», το απέρριψαν, ενώ, για άλλους, όπως μου το είπαν, έγινε οδηγός ζωής.
Η ΄Ερση πρωτοήρθε κοριτσάκι δεκαπέντε χρονών, έχοντας κιόλας παραγωγή ποίησης που άφηνε έκπληκτους τους γύρο της. Την έφερε στο σπίτι ο Χρήστος. Πήγε δίπλα στη βιβλιοθήκη, αλλά όταν την πλησίασα το ’σκασε (αυτό το διηγήθηκε σε ένα δημσίευμά της μετά από πολλά χρόνια). Μετά από αυτό όμως ερχόταν συχνά: («Να ’ρθώ; έχω ποίημα»), λέγαμε ό, τι λέγαμε, κάποτε ήταν κοντά της η Μαριάννα, που έγραψε σπουδαία τρίστιχα (έβαζα τα παιδιά να γράφουν τρίστιχα – όχι χαϊκού – έχοντας την εμπειρία των δικών μου) και πολύ αργότερα μυθιστορήματα, γονατιστή και θαυμαστική της. Ποιήματα της Έρσης έβαλα στην Ποίηση στη Πάτρα, όπου παρουσίασα 17 παιδιά «μου», και η ίδια έβγαλε αργότερα, απαρνούμενη ό,τι γράψει, μια σπουδαία συλλογή. ΄Επαιζε πάντα θεατρικά τη ζωή της, μένοντας όμως αυθεντική και πρωτότυπη. Έκανε μια ζωή πλούσια, ζώντας εμπειρίες παντού στον κόσμο. Την ένοιαζε η προβολή της, το προχώρημά της, πήρε βραβεία. Αλλά μένει πάντα η ίδια. Μετά την έκδοση της συλλογής της για λίγο σιώπησε, και μου ήρθε με πεζογράφημα. Το διάβασα, ενώ αγωνιούσε, το παίνεψα, της είπα όμως να μην αφήσει την ποίηση. Δε μ’ άκουσε και όρμησε στην πεζογραφία, επιδιώκοντας και σχέσεις και δημοσιότητα. Της θύμωσα για χρόνια. Ξαναήρθε παραπονεμένη, μου τηλεφωνούσε «έλα, δε μπορώνα γράψω», μου ’στελνε τα βιβλία της ρωτώντας με πώς βλέπω τη γλώσσα της (κάποτε, σε μια παρουσίασή της, όταν τη ρώτησαν τι σκέφτεται όταν βγάζει ένα βιβλίο της, απάντησε «τι θα πει ο Σκαρτσής για τη γλώσσα»), είμαστε σε σταθερή, χωρίς συχνή επαφή, επικοινωνία. Τελευταία έβγαλε το δεύτερο ποιητικό της βιβλίο, ποιητική πράξη μετά το θάνατο της μητέρας της, δηλώνοντας, και στον Τύπο, πως μέχρι τότε την είχε απαρνηθεί η ποίηση: ίσως υπήρξα λίγο σκληρός μαζί της.
Ο Βασίλης ήταν ποιητής με ελεύθερες χειρονομίες και ρευστά αισθήματα, μια ήμουνα ο Ραβί του και μια με κακοχαρακτήριζε, μια περπατούσε δίπλα μου λέγοντάς μου στίχους (Δυο παπαρούνες χτυπάνε την πόρτα μου,/ να βγούμε βόλτα στην άνοιξη) και μια έμπλεκε σε ψεύτικες καταστάσεις και πίεζε τον εαυτό του προς έργα ανάξιά του, θεωρώντας μάλλον πως έτσι ασκούσε την ανεξαρτησία του. Πολέμησε την αγάπη του για μένα σαν να του περιόριζε την ελευθερία του. Κάποτε μου είπε πως τους πίεζα προς την ποίηση. Μπορεί να έχει τα δίκια του. Ήταν βαθιά καλλιεργημένος, έκανε ποίηση, αλλά και πεζογραφία. ΄Ενας προικισμένος άνθρωπος που κακομεταχειρίσθηκε τον εαυτό του. Ο Βασίλης, με την έκφραση του θαυμασμού του για το Ένα ερωτικό μου (ή για τα Τραγουδίσματα) έκανε τον Τίτο Μυλωνόπουλο να θελήσει να το εκδώσει, όταν του το πήγα.
Ο Νίκος έγραψε λίγη, όχι σπουδαία ποίηση, σπούδασε, πρωτοστάτησε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου εδώ στην Πάτρα, χάθηκε, και μετά από πολλά χρόνια μου έστειλε πρόσκληση γαι την παρουσίαση βιβλίου του στην Πάτρα. Είχε φύγει από νέος στο Παρίσι, όπου πρόκοψε πνευματικά, έγινε μαθητής του Καστοριάδη, για τον οποίο έβγαλε και, κριτικό του, βιβλίο, και είναι γενικά γνωστός για τα πολιτικά του βιβλία. Μιλώντας για τη ζωή του σε κείνη την παρουσίαση, αναφέρθηκε στους δυο δασκάλους του, εμένα, τον «τεράστιο νεοελληνιστή», και τον Καστοριάδη, και παρουσίασε τις απόψεις του για την ιδεώδη πολιτεία. Μου στέλνει από το Παρίσι e-mail, σ’ ένα τελευταίο για να μου πει πως αυτονόητα μένουμε ίδιοι. Χαρακτήρισε τις Επιφυλλίδες και χρονογραφήματά μου βιβλίο και πολιτικό.
Ο Βασίλης, ιδιοφυής και μοναχικός, παρά την ανάμειξή του, κάποτε, στην πολιτική, έγραψε λίγη ποίηση, αλλά έγινε πεζογράφος και σπουδαίος αρχιτέκτονας. Του δημοσίευσα νωρίς στην «Υδρία» πεζό του και μια θαυμάσια αρχιτεκτονική μελέτη. Βγάζει, ανά δεκαετία περίπου, ένα πεζογράφημα, με γλώσσα μοναδικής ποιότητας, που μου το στέλνει πρώτα χειρόγραφο. Σε μια τιμητική μου, μιλώντας για τα πεζά μου, με βοήθησε προσδιορίζοντάς τα ως ούτε ποιητικά ούτε πεζογραφικά,αλλά ως τρίτο, άλλο είδος. Με το Βασίλη, και πολλούς άλλους διάφορους, μεγάλους και μικρούς, μαζί και φοιτήτριες, δοκιμάσαμε κάποτε να κάνουμε μια αλλιώτικη «λέσχη» στο Βλατερό.
Ο Κώστας και ο Διονύσης, ήταν για είκοσι περίπου χρόνια κοντά μου, ο πρώτος από τα δεκαπέντε του, τους έβγαλα απ’ την αφάνεια, και με υπόδειξη του Πασχαλά, έμαθαν πολλά κοντά μου, ο πρώτος πιο πολύ, ακόμη και οδήγηση αυτοκινήτου, τους συνέτρεξα γενικά, τους έβαλα, σε γραμματειακή δουλειά, και στο Συμπόσιο, με βοήθησαν, πιο πολύ ο δεύτερος, αλλά λοξοδρόμησαν. Η συμπεριφορά τους είναι η μόνιμη απορία μου. Μνημείο ήταν ένα γραφτό του πρώτου, σε μια προσπάθεια προσέγγισης, που μου έδωσε να το διαβάσω ως έργο αγάπης – και με σατίριζε λιβελλογραφικά.
Ο Βασίλης παιδί ήθελε να γίνει αεροπόρος, και έγινε, έφυγε από την πολεμική αεροπορία με το βαθμό του πτέραρχου. Μετά χάθηκε, τόν είδα στο Ρίο πριν λίγα χρόνια, σεβαστικόν, τον άκουγα να με λέει δάσκαλο και να με συνιστά έτσι στην παρέα του, παλιούς γνωστούς μου πανεπιστημιακούς, κατάλαβα πως διάλεγε τις παρέες του, ήρεμος και σοβαρός. Τελικά τον ρώτησα ιδιαιτέρως γιατί με αποκαλεί έτσι και τι έχω κάνει γι’ αυτόν. Μου έδωσε λοιπόν ένα παράδειγμα για να καταλάβω: Κάποτε βρισκόταν με παρέα κοντά στο σπίτι στη Σμύρνης και κάτι , δε θυμάμαι τι, έκανε κοροϊδευτικό εις βάρος μου, σαν άτακτο παιδί. Περίμενε την άλλη μέρα στο σχολείο την ποινή του, αλλά εγώ δεν έκανα ούτε του είπα τίποτα, όπως θυμότανε. Αυτό του έμεινε σα στοιχείο αγωγής και συμπεριφοράς, και όταν, μου είπε, του τύχαινε στην Αεροπορία, όπου πέφτανε και στρατοδικεία, κάτι ανάλογο, σκεφτότανε «Τι θα έκανε ο Σκαρτσής;», και αποφάσιζε ανάλογα. Κάποια μέρα μου ζήτησε ένα βιβλίο μου, που να «μπορούσε να το καταλάβει», του έδωσα τον Ακροατή, για μέρες δε μου έλεγε τίποτα, τελικά μου εξήγησε ότι τον δυσκόλευε. Μιλώντας όμως πιο ελεύθερα μαζί του, από κουβέντες του, κατάλαβα πως είχε ζήσει σημαντικές πνευματικές εμπειρίες, με ελληνικές προσωπικότητες στο Παρίσι, όπου τον είχαν στείλει, και με τον Κανελλόπουλο, για τον οποίο κάποτε μιλούσε, παρεμπιπτόντως, στην παρέα, και «μετά τον οποίο» με κατέτασσε, Είναι λοιπόν ένας σημαντικός άνθρωπος, ήρεμα σοβαρός και ήσυχος, που με τον τρόπο του μου έδειξε χειροπιαστά πως διδάσκεις, επηρεάζεις προπαντός με το τι είσαι. Γενικά επιδιώκει να συζητήσουμε, κάποτε μου το ζητάει δειλά, δείχνει στην παρέα του ό,τι πιστεύει για μένα, σε βαθμό, που, νιώθω, οι γνωστοί πανεπιστημιακοί με βλέπουν πια με άλλον σεβαστικό τρόπο. Μου φέρνει φρούτα απ’ τον κήπο του στο Ρίο, και λέει πως με καμαρώνει καθώς με βλέπει να κάθομαι στην παραλία με τα βιβλία μου και τα χαρτιά μου, και πως «είμαι όμορφος». Κάποια φορά, καθώς είχα σταματήσει το αυτοκίνητο με την κυρά μου, έβαλε από παράθυρο το χέρι και της έδειξε το πρόσωπό μου να δει «τι όμορφος που είμαι». Είναι λοιπόν ο Βασίλης για μένα μια ένδειξη για το τι είμαι στους μαθητές μου και γενικότερα, αλλά και ένας πόλος παιδείας.
Ο Γιώργος, στραμμένος από παιδί στη ζωγραφική, με αρχή τη βυζαντινή, είναι από τα πιο αυθεντικά παιδιά μου, ιδιοφυής και ασυμβίβαστος, ειλικρινής με άνεση και ως αυθεντικός ως τη ρίζα του. Μου έλεγε κάποτε απλά: «Εγώ δεν είμαι ζωγράφος, παλεύω». Με έμαθε, χωρίς ναν το νιώθει, καθαρότερα τη ζωγραφική, μου χάρισε πίνακες και μικροέπιπλα για την αίθουσα των «Οστράκων», μου μιλούσε πάντα, γρήγορα και ορμητικά, σαν προς τον οικείο του (ακόμη και εκεί που πίναμε καφέ, στο γκαρσόνι, που μας κοίταζε λίγο απορημένο: «Είναι ο δάσκαλός μου»). Μελετούσε τα «χρώματα του προσώπου μου» και τα έδειχνε στη γυναίκα του για να μου κάνει το πορτρέτο (που εγώ το βαρέθηκα και το αρνήθηκα), στο πρώτο του, παλιά ψηλό κτίσμα με όλα μέσα ανάκατα, κάναμε τις πρώτες συγκεντρώσεις με τα παιδιά, και το έβλεπε σαν «πανεπιστήμιο»,. Προσπαθούσε να μου δείξει πως εγώ δεν είμαι,σαν τους άλλους ανθρώπους, και ο πειστικός του τρόπος μ’ έφερνε σε δυσκολία αυτό κατανόησης, αλλά ήταν ικανός και να μου πει: «Πώς είσαι έτσι σαν ποντίκι» . Έκανε πίνακες και σχέδια ποιήματά μου, μου έφτιαξε εξώφυλλα βιβλίων μου, είμαστε πάντα ίδιοι και ίδια, και κάθε τόσο τον ακούω να μου λέει, με τρόπο απλό και ιδιοφυή, γ.π. γιατί δεν είναι σπουδαίος ο Ευριπίδης, και γιατί τελικά αφήνει τη βυζαντινή ζωγραφική (στην οποία θήτευσε για χρόνια και για την οποία μιλούσε και με τον Τσαρούχη), επειδή οι ζωγράφοι της ζωγραφίζουν κατευθυνόμενοι, υπό εντολήν. Ένας ωραίος, ελεύθερος, αυθόρμητος άνθρωπος, πάντα καθαρός και γνήσιος, μνημονικός και απόλυτα δεκτικός μου, διαλεκτικός και σταθερά μνημονικός μαθητής μου.
Ο Κώστας, σπούδασε φυσικός, ήρθε και στο Τμήμα μου στο Πανεπιστήμιο, όπου τελικά έγινε καθηγητής, κοσμήτορας και παραλίγο πρύτανης, και, στην ουσία των πραγμάτων, το αναμόρφωσε, και με τη βοήθειά μου αφότου έγινα αναπληρωτής καθηγητής και είχαμε πια την πλειοψηφία έναντι της ομάδας των διαχειριζόμενων το Τμήμα. Ο Κώστας είχε γράψει ποίηση, πρωταγωνιστούσε στο περιοδικό μας των νέων το «Ρυθμό», αλλά το παραμέρισε όταν μπήκε στο Πανεπιστήμιο, που δεν καλόβλεπε την ποίηση, αλλά, όμως, με το Συμπόσιο με τις προσωπικές μου προσπάθειες και με τη βοήθεια των καθηγητών που έβγαλαν ποίηση, την επιβάλαμε. Όπως έμαθα πολύ αργότερα,ο Κώστας ήταν στην ομάδα νέων, που, στον καιρό της δικτατορίας, με γλύτωσαν από ταλαιπωρίες με ένα υπερασπιστικό μου σημείωμα σε τοπική εφημερίδα. Και στο Τμήμα ήταν πάντα σεβαστικός μου ως «μαθητής μου και τι μαθητής» και, αφανώς ή φανερά με υπερασπιζόταν στις δολοπλοκίες, όπως, γ.π., όταν προσπάθησαν να αποφύγουν την ομοτιμοποίησή μου. Μετέχοντας στη δεύτερη τιμητική μου, μίλησε για μαθήματα ήθους που πήρε από μένα στη ζωή του.
Ο Άγγελος, όμορφος, τολμηρός στη σκέψη και καλός βαθιά του, αδικήθηκε στη ζωή του. Στην ακμή του, και καθώς τολμούσε και στην ποίηση, άρχισε να φαλτσάρει με το νου του, και σιγά-σιγά, παλεύοντας να σταθεί, κυλούσε στην παράνοια. Μνημείο αυτής της αγωνιώδους πορείας είναι ένα ποιητικό ατονινό βιβλιαράκι, παράδοξο, πρωτότυπο και ειλικρινές, όπου μου ζήτησε και του έγραψα ένα μικρό πρόλογο. Εκεί, αυθόρμητα, λέει: Ξόδεψα ασυλόγιστα τον εαυτό μου. Το στυλό του μου έχει αφήσει την αφιέρωση «Με πολλή αγάπη αλλά και πολλή ευγνωμοσύνη». Η τελευταία μου μνήμη από αυτόν τον έχει να μου λέει: «Ό,τι είμαι το χρωστά σε σένα»: η αγάπη του και στην τρέλα, του ωραίου χαμένου στην πνευματική του πάλη Άγγελου.
Ο Παναγιώτης, γόνος πλούσιας οικογένειας, επέμενε νε μου ονομάζεται μαθητής μου, δεν τον θυμόμουνα, πιθανόν να ήταν, και να με ξεχωρίζει επειδή, έλεγε, δεν προβαλλόμουνα. Κάτι παρόμοιο έλεγε ο Θόδωρος, μαθητής μου, πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, που μου εξηγούσε πως ο δήμος με ξεχνούσε γιατί «δεν έμπαινα στα γραφεία με την τσάντα στο χέρι». Ο Μπελεζίνης περίμενε πως ο δήμος θα πραγματοποιούσε μελέτη-έρευνα για το έργο μου με τους νέους.
Ακέραιος, καθαρός, γαλήνια μελαγχολικός ο Κωστής, έζησε τόσο άνετα όσο δαρμένος από τη ζωή που του έφτιασε το ήθος του, βαθιά καλλιεργημένος, ενεργός μουσικός ακροατής, με καθαρό γλωσσικό αισθητήριο, που την καλλιέργεια της αίσθησής του μου αποδίδει, ως μόνιμου δασκάλου του, του καλύτερου μαθητή μου, όπως μου αυτοπροσδιορίζεται. Ηθικά ακέραιος προσπαθεί να επιβιώσει σ’ αυτόν το κόσμο, έχοντας περάσει καιρούς απόλυτης μοναξιάς και απομόνωσης. Ευγενικός από καταγωγή, φύση και καλλιέργεια, ήρεμος και αργός, έζησε με την ποίηση και παρήγαγε για καιρούς ποίηση, ένα ποίημα το χρόνο, που το έφερνε να το ψάχνουμε για την απόχρωση μιας λέξης, συνολικά τριάντα τόσα ποιήματα, που, ολοκληρωμένα και από τον τελευταίο μας έλεγχο, τα αφιέρωσε στο γιο του, και τελείωσε. Μου είπε, αυτός που μου δήλωνε πως το μόνο που έχει είναι ποιήματά του, που ζούσε με την ποίηση και δε θέλησε να τη βασανίσει στην έκδοση, που μόλις μου επέτρεψε να βάλω ένα ποίημά του με ψευδώνυμο στην Αχαϊκή ποίηση, αυτός ο Κωστής μου είπε πως σταματάει με την ποίηση, και να ένα μάθημα-επαλήθευση της σχέσης ζωής – ποίησης, σιωπής – γλώσσας, από αυτόν που, μετά τη φευγάτη μητέρα του, «έχει εμένα» και εμφανίζεται αριά και πού με γλωσσικές απορίες. Κάποτε μου λέει κουβέντες που ακούει για μένα που τον ξαφνιάζουν πώς με ξέρουν. Ας πούμε, κάποτε τον ρώτησε μια παλιά μαθήτρια αν γράφω ακόμη, κι αυτός της είπε «Όπως αναπνέει», ξαφνιασμένος που με θυμόταν μετά από τριάντα χρόνια – ενώ αυτός είναι κοντά μου σαράντα.
Αυτοδημιούργητος και φαντασιοκόπος μουσικός, που δεν ήξερε να γράφει τη μουσική του αλλά ασταμάτητα μελοποιούσε ποιήματα, βρέθηκε κοντά μου, δε θυμάμαι πώς, ο Σωτήρης. Μελοποίησε πολλά Τραγουδίσματά μου, που μια παρουσίασή τους του ετοίμασα στο Δημοτικό θέατρο με όλους τους μουσικούς και ό,τι άλλο από τον κύκλο των «Οστράκων». Για καιρούς ερχόταν στο σπίτι («Είσαι μπαταρία»), συνεχώς μελοποιούσε ποιήματά μου και έπαιζε ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα (μιλούσε για τον Ξαρχάκο σαν για φίλο του), έγραφε και κάτι ποιήματα, προσπάθησα να τον συγκρατήσω όταν μου δήλωσε ότι θα κάνει ένα μεγάλο έργο μελοποίησης Σολωμού-Σκαρτσή, και πια τον έχασα. Μάθαινα μετά πως συνέχιζε απτόητος, κάποτε βρέθηκε με τη μουσική του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, και στο ευρωπαϊκό περιοδικό «Θέα», που βγάζει ένας παλιός πατρινός, είδα μερικές σελίδες αφιερωμένες στο «σπουδαίο μουσικό» Σωτήρη και μια εργογραφία του – στην οποία δεν υπάρχω. Ένα μεθυσμένο στη δημιουργικότητα παιδί, που έζησε στη φαντασία, στη δράση και στο ψυχικό του βάσανο, στο βάθος θλιμμένος.
Ο Παναγιώτης, μαθητής μου σε ανώτερη τοπική σχολή, ικανός στην ψαλτική, αλλά και γενικά me ωραία φωνή, ενστερνισμένος τις ιδέες μου για τιο δημοτικό τραγούδι, πρόκοψε, είχε για πολλά χρόνια εκπομπή στην ΕΡΤ, όπου παρουσίαζε το δημοτικό τραγούδι σε όλη την Ελλάδα, έγκυρα και καλά (είχε γίνει στο μεταξύ διδάκτορας), ανησυχώντας κιόλας, όπως μου είπε κάποτε, «τι θα πει ο Σκαρτσής». Με γνωριμίες και άνεση επικοινωνίας και επαφής με σπουδαίους ανθρώπους, υπερβολικός στον τρόπο του, με ξεχώρισε από τους πάντες («ένας είναι ο Σκαρτσής»). Παλιά, επί δικτατορίας, στη σχολή του, όπου ο διευθυντής της κατασκεύασε μια δήθεν «καταγγελία» των σπουδαστών εναντίον μου (ήθελε κολακείες και υπηρεσίες που δεν του προσέφερα), και εκβίαζε τους σπουδαστές να την υπογράψουν. Ο Παναγιώτης με πήρε κρυφά τηλέφωνο, μου τα είπε, και μου ζήτησε συγγνώμη που θα την υπογράψει όπως και οι άλλοι σπουδαστές, γιατί ο διευθυντής αυτόν τον απειλούσε πως ήξερε ότι ανήκε στη νεολαία του Κέντρου. Αυτή η τύψη θα ήταν φυσικό να τον βασάνιζε στη συμπεριφορά του έναντί μου, αλλά μάλλον την είχε ξεπεράσει, αφού εγώ τού είχα καθησυχάσει τότε με την «καταγγελία» τη στενοχώρια του.
Ο Δημήτρης, χωριατάκι, είχε δουλέψει από τα έντεκά του ξεριζώνοντας χορτάρια μες στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγιού, και ήρθε στην Πάτρα σε συγγενείς, που, όπως μου έλεγε, τον είχαν περίπου σαν δουλικό. Μου βρέθηκε μαθητής στην τρίτη τάξη του Γυμνασίου. Είχε δουλέψει απ’ τα έντεκά του ξεριζώνοντας χορτάρια μες στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου. Μια μια φορά που, όπως μου θύμιζε, σε μια έκθεσή του, έγραφε και τα συνηθισμένα «τα πουλάκια υμνούν το Δημιουργό», και του σημείωσα ν’ αφήσει αυτά τα τετριμμένα και να γράφει ελεύθερα, γιατί έχει γλωσσική δύναμη. Αυτό, όπως μου είπε, όταν πια είχε βρει το δρόμο του,, του άνοιξε τα φτερά. Δεν τον ξαναείδα, μέχρι που, χρόνια μετά, ήρθε στο σπίτι με ποιήματα και μου θύμισε τα παλιά. Είχε γίνει εφοριακός και ήταν καλά αποκαταστημένος. Έμεινε χρόνια κοντά μου. Μου έφερνε τα ποιήματά του, μιλάγαμε για το δημοτικό τραγούδι και για το πώς είναι σωστό να το χειρίζεται ελεύθερα στο γράψιμό του, προχωρούσε στην ποίηση και σε καλλιέργεια, γινόταν ένας συγκροτημένος άνθρωπος. Με μυούσε στα δικά του χωριάτικα, γνήσιος, τίμιος και ελεύθερος, με πήγε στον Εύηνο και τον ζήσαμε, βρισκόταν σε όλο και πιο απλή αμεσότητα και αγάπη μαζί μου: «Είσαι σαν το κλειδί που αφήναμε κάτω από μια πέτρα του σπιτιού μας στο χωριό», έβγαζε βιβλία, όπου μου έγραφε στην αφιέρωσή τους αυθόρμητες κουβέντες: και «Σωκράτη!!!!! Ο μαθητής σου», «Στο Σωκράτη και την Ευαγγελία, δικό τους», «Σε Σενα, Δασκαλε μου/ Αγαπημενε μου/κλαιγοντας//εγω οι ιδιος». Και κάτι μοναδικό σε ένα από πρώτα του βιβλία: «Α Σουκράτ/ισενα τι να σ που./Δε μ παει τιπουτα/στου στομα μ./Βολοδερν(ει)ς μεσα μ/που μουρχιται πως συ κλεβου./Ειμει μικρο πιδι μπρουστα σ,//Αμα πουναου απου χαρα/η απου λυπ,/δηλαδης θελου να κλαψου/εισει εκεια κτ μι βλεπς.//Για ταυτα/τουτου. Εινη καταθκος./Ιγω δε εχου τιποτα,/εξον κι οξου/απου σενα». Και «Το βιβλιο αφτο δε θα ιχε γενιθι χορις το Σοκρατι. Λ. Σκαρτσι»: Τέτιος άνθρωπος. Έμπαινε καλά στα λογοτεχνικά πράγματα, μου χάριζε σημαδιακά βιβλία, έκανε με την Ξένη την Ανθολογία μου του «Ταξιδευτή» κι έφτιασε μια άλλη από τα ΄Αλλα πρόσωπα της ζωής μου, τον έβαλα στην Οργανωτική του Συμποσίου. Προσπάθησε να συνετίσει τους ξεστρατισμένους μου Κώστα και Διονύση (Εγώ παλεύω το Σκαρτσή). Μου έβγαζε φωτογραφίες, μαζί εκείνη την κλασική, που μπήκε και στην Ανθολογία (και δε σημειώσαμε, όπως μου παραπονέθηκε, πως είναι δική του – την έβαλα όμως στο Ανθολόγιο της δεύτερης τιμητικής στο Πανεπιστήμιο). Με θεωρούσε μέγιστο «έλληνα ποιητή του κόσμου», με παραλλήλιζε με τον Georg Trakl, και μου χάρισε ένα βιβλίο του, στο Σεμινάριο του Συμποσίου για τους σπουδαίους ποιητές που οργάνωσα σχεδίαζε να με παραλληλίσει με τον Paul Celan. Στην πορεία του και και με την αρχέγονη πνευματικότητά του θέλησε να πολιτικοποιηθεί στον Τροτσισμό. Έβρισκε οδούς Τρότσκι-δημοτικό τραγούδι, με παραλλήλιζε με τον Τρότσκι («Για μένα είσαστε εσύ κι αυτός»), προσπάθησα να τον συγκρατήσω θυμίζοντάς του πως πρέπει να βάζει οδηγό την ποίηση, αλλά προχωρούσε ενημερωμένος και σίγουρος – μέχρι που άρχισε να βλέπει σημάδια επερχόμενης άγριας πολιτικο-κοινωνικής κρίσης (θέλησε και αφιερώσαμε ένα Συμπόσιο στο θέμα αυτό), πήρε μετάθεση στη Ναύπακτο ν’ αρχίσει πιο γνήσια ζωή, και βρέθηκε στο γκρεμό όταν μια υποψηφιότητά του σε εκλογές του έδωσε μόνο δυο τρεις ψήφους. Στο μεταξύ τον πλακώνανε αρρώστιες, δεν τις λογάριαζε, μέχρι που τον τελειώσανε. Ο Δημήτρης, που θεωρούσε τον εαυτό του τον «καλύτερο μαθητή» μου, που αυτός, έλεγε, θα φρόντιζε το έργο μου μαζί με την Ξένη (μου την ονόμαζε «αδερφή» του και μου είπε κάποτε πως η ποίησή της ήταν καλύτερη από τη δική μου), ο χωριάτης, χωρικός άνθρωπος, ερωτικός της ζωής και των πραγμάτων, καλός ποιητής, κρυστάλλινος και ελεύθερος, που θέλησε να ενώσει πνευματικά την πορεία της χώρας του με τη ζωή του και που προχώρησε αδίστακτα στην καταστροφή του γιατί θεωρούσε πως ερχόταν κοινωνική καταστροφή, γενναίο και καθαρός άνθρωπος και ποιητής, μου είναι ολόκληρος μια παιδεία ζωής, σταθερά διαλεκτικός μου, ένας παιδικός άντρας, που,φευγάτος, μου είναι πάντα παρών, και αναπαυμένος μου.
Γνώρισα τη Στάλω στην Κύπρο πριν τριάντα τόσα χρόνια, όταν με είχαν καλέσει οι σπουδαστές της τότε σπουδαίας ακαδημίας σε συνέδριο που οργάνωσε το προεδρείο της, μέλος του η Στάλω. Την ξαναείδα δυο φορές που πήγα με τον Βαρνάβα. Ήταν ένα κορίτσι άνετης αμεσότητας, με πρωτεϊκή γλωσσική δύναμη, που, αν την έκανε λογοτεχνική γραφή, θα γινόταν πρώτο μέγεθος. Προτίμησε να στραφεί στην τέχνη του αρχέγονου τυμπάνου, που, όπως φαίνεται, ήταν το πρώτο, η απ’ τα πρώτα, μουσικά όργανα της ανθρωπότητας, και που το έπαιζαν γυναίκες, δημιουργοί αυτής της αρχεγονικής πρωτεϊκής ψυχοσωματικής έκφρασης. Η ποίησή μου ήταν γι’ αυτήν αυτοαναγνώρισή της, δημιουργία της, μου το εξέφρασε με απλό τρόπο, καθοριστικόν και οριστικόν για τη ζωή της. Την πραγματοποίησε και με την ομάδα της των τυμπάνων, που έφερνε στην Κύπρο κάτι νέο. Η Στάλω ενσαρκώνει το τώρα πάντα.
Η Νόρα ήταν μια από την ομάδα φοιτητών-λογοτεχνών του Πανεπιστημίου την οργανωμένη κοντά στις Εκδόσεις. Σπούδασε διάφορα, και την τέχνη του τάνγκο, τελειώνει και το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και είναι χρόνια δημοσιογράφος στο ραδιόφωνο πρώτα και μετά σε σημαντική εφημερίδα. Έχει, μαζί και με τον Αδάμ,τον άντρα της, ζήσει πολλά, ποικίλα και σημαντικά, γνώρισε στη δουλειά της σπουδαίους ανθρώπους. Είναι αυθόρμητη, έχει ακαριαία αίσθηση της ποιότητας των πραγμάτων ξεπέρασε τους πρώτους της φόβους, και μένοντας σε σταθερή μελέτη μου, και στην ποίηση, όπου η ίδια παλεύει μην ξεγελώντας τον εαυτό της, πραγματοποιεί απλά και καθαρά (με αναφορά στη θεώρησή μου, πάντα αυθόρμητη και ακαριαία, με μικρά ποιήματα που δε νοιάζεται να καταγράψει και με λόγια και φανερή ζωική πραγμάτωση) αυτό που ανθρωπολογικά λέγεται μυθολογία, την πρώτη και ύστατη αλήθεια που έχει ρυθμίσει την οντολογική, πέρα από οποιουσδήποτε όρους, αντίληψη των πραγμάτων, τη μετοχή σέ αυτά. Μου είναι ένα μάθημα ανθρωπολογικής αυτοαναγνώρισης και κατακύρωσης της απόλυτης ελευθερίας μου (κάτι σαν της Χρύσας, αλλά πιο ελεύθερο).
Ο Σωτήρης, παλιός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, παρακολούθησε το σεμινάριο ποίησης που έκανα, όταν τέλειωσα με το Πανεπιστήμιο. Κρατούσε σημειώσεις σαν καλός μαθητής, ήταν άντρας της παλιάς μου μαθήτριας στο φροντιστήριο στο φροντιστήριο Δανάης, ήρθε κοντά μου, γνωριστήκαμε, γίναμε φίλοι. Μου φερνόταν, και έτσι αναφερόταν σε μένα στο Πανεπιστήμιο, με τρόπο που με ξάφνιαζε αλλά και μου έδειχνε το τι ήμουν σ’ αυτόν το χώρο, και ευρύτερα. Ο Σωτήρης είναι ο πιο αγνός, άνθρωπος που έχω γνωρίσει, και μαζί γαλήνιος, αυτάρκης και δυνατός. Νωρίς μου είπε πως η ποίησή μου τον βοηθούσε στη γεωλογία του, οργάνωσε και μια ομιλία του, όπου έδειχνε, με φωτογραφίες του, γ.π. ποταμιών σε διάφορες στιγμές της αυγής, συνδυασμένες με στίχους μου, πώς προχωρούσε στην επιστήμη του. Γνήσιος ποιητής, μου έδειξε με απλό τρόπο πώς συνδύαζε την ποίησή του με την επιστήμη του, ξεκινώντας με την οντολογική, ποιητική αντίληψη των πραγμάτων. Ολότελα απλός και φυσιολογικά σεμνός και αυτάρκης, δεν έχει καμιά ανάγκη να δείξει το τι είναι, παίρνοντας μόνο θάρρος μαζί μου με ξάφνιασε και με ξαφνιάζει με την πνευματική του δύναμη. Ο Σωτήρης οργάνωσε τιμητική μου εκδήλωση στην Κύπρο και τιμητική μου εκδήλωση στο Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα, και βγάλαμε μαζί απ’ το Συμπόσιο, που τον πήρα στην Οργανωτική Επιτροπή του, Κυπριακή Ανθολογία, οργάνωσε ακόμη, μαζί με τον Αλέξη Λυκουργιώτη και τον Φώντα Βερύκιο, αλλά αυτός τρέχοντας για όλα, δυο τιμητικές στο Πανεπιστήμιο και φρόντισε την έκδοση δυο Ανθολογιών από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου, ξεπερνώντας μεγάλα εμπόδια. Αυτά, γιατί «ήταν τιμή για το Πανεπιστήμιο η πραγματοποίησή τους». Ο Σωτήρης είναι σπουδαίος, και αφανής πάντα, στην επιστήμη του και προπαντός σπουδαίος ποιητής, που αναπτύσσεται με τα χρόνια όλο και πιο καθαρά. Βοηθήθηκε ψυχολογικά από τη συμπαράστασή μου, αλλά με δίδαξε πολλά και μένα, αυτός ο καθαρός χωριάτης-ποιητής-επιστήμονας, πηγή παιδείας. Που μπορεί να λέει ότι του ελευθέρωσα τη ζωή και πως (αυτόν και τους άλλους πανεπιστημιακούς ποιητές) τους «μάζεψα απ’ το δρόμο». Σε μια εκδήλωση για την Έρση της είπε: «Κάποτε θα λέμε Μετά Σωκράτη Σκαρτσή». Ο Σωτήρης είναι ένα υπόδειγμα ανθρώπου.
Ο Γιώργος είναι κοντά μου από την εποχή που πήρε μέρος στο διαγωνισμό ποίησης του Συμποσίου. Τον γνώρισα ώριμο στην ηλικία αλλά δεκτικό μαθητή. Οι συζητήσεις μας είναι δημιουργικές, η βαθιά και πλατιά του καλλιέργεια κάνει ζωντανό το διάλογό μας, προχωράει στην ποίηση, γίνεται ένας σφαιρικός άνθρωπος δίκαιος και σωστός.’Εναντί μου είναι «αντικειμενικά ενθουσιώδης», με θεωρεί μέγιστο ποιητή («ποιητή για ποιητές») και δάσκαλο, είναι τόσο ώριμος όσο παιδικός, τόσο μαθητής όσο διδακτικός. Ένας πλήρης άνθρωπος.
Στην προχωρημένη ηλικία του γνώρισα τον Αλέξη, μηχανικό από χωριάτικη φύτρα και ήθος ζωής, ποιητή που νωρίς του σύστησα να μη διστάζει να είναι ο χωριάτικος εαυτός του. Τον βλέπω αριά και πού, αλλά πάντα, τίμιος, σοβαρός, απλός και άμεσος, τυχαίνει να μου λέει καίριες κουβέντες. Σε μια τιμητική του Συμποσίου μου αφιέρωσε την ανάγνωση ενός ενδεικτικού του ήθους μου κινέζικου ποιήματος συνοδεύοντάς την με το «λίγοι άνθρωποι αφήνουν την αίσθηση αιωνιότητας όπως ο Σωκράτης Σκαρτσής». Το μελέτησα όπως και το «Γιατί μου μιλάς συνέχεια για το Σολωμό, αυτός στηρίζεται σε κάτι, εσύ δε στηρίζεσαι σε τίποτα». Έχω μια φωτογραφία που θέλησε να μου βγάλει στο μώλο με φόντο το βουνό. Ο Αλέξης είναι ένα παράδειγμα ήρεμα, τίμιου, απλού ανθρώπου.
Η Βούλα είχε πάρει μέρος στό Διαγωνισμό του Συμποσίου, και την ξεχώρισα αμέσως. Νωρίς τη βάλαμε να κάνει εισήγηση, μας δικαίωσε και άρχισε μια σταθερή σχέση, και οικογενειακή μας, με δώρα της δικών της πινάκων, είναι και ζωγράφος, φιλοξενία αυτής και του Μανόλη σε ταξίδια μας στην Κρήτη, για κάποιο συνέδριο του Μουντζούρη, και προπαντός με το μόχθο για την ποίηση. Η Βούλα έμεινε για χρόνια στην αφάνεια, μέχρι που με βοήθησε στη σύνταξη της Κρητικής Ανθολογίας μου, οπότε πια αναγκάστηκε ν’ αρχίσει να δείχνει την αξία της. Βασικό ενδιαφέρον μας η ποίηση. Την ωθώ, την ενθαρρύνω, έχει κάνει σπουδαία πράγματα. Έχει μελετήσει εξαντλητικά το έργο μου ουσιαστικές εμβαθύνσεις στην ποίησή μου με άμεση πρόσληψη και ανταπόκριση, ενθαρρύνοντάς με κι αυτή, να με κάνει να δηλώνω και εγώ την αξία μου, κάποτε με πίεσε να της υποσχεθώ πως θα βάλω υποψηφιότητα για την Ακαδημία. Η Βούλα, μεγαλωμένη στο Δωράκι, κοντά στις πέτρες και οργανική και ερωτική των πραγμάτων, είναι ένας ακέραιος, τίμιος, καθαρός άνθρωπος και εμπνευστική φίλη, που με έχει πείσει με τον τρόπο της πως είναι πραγματικά δυνατό να ενεργεί ουσιαστικά και οντλογικά η ποίηση, και αυτή η αλλιώτικη δική μου.
Και άλλα ωραία παιδιά, φίλοι και φίλες, παλιάς και κοντινής μνήμης, πρόσωπα, ονόματα γεύσεις από τις μυριάδες μου. Ας πω μερικά:
Στο παλιό καρναβάλι, στην Καλαβρύτων, δίπλα μου έενας μασκαράς (μετά από χρόνια μου είπε ο Στάθης ο ζωγράφος πως ήταν αυτός) να μου λέει, κοροϊδευτικά νόμισα ο ανόητος, τους «μουσικότερους στίχους της ελληνικής ποίησης», στίχους από το Νερό στις μέρες: Ποια πόρτα πια ν’ ανοίξουμε άλλη απ’ τη δική μας,/που το νερό κρυστάλλινο ποτίζει την καρδιά μας. Στη γκαλερί τους άρχισαν τα «Όστρακα» με καθισμένους όλους μας σε μαξιλάρια.
Ο Νίκος, ήταν μαθητής του Μπελεζίνη, αλλά και δικός μου στα Σολωμικά,μας έφυγε νωρίς κι άφησε μια αξιόλογη ποίηση κι ένα σπουδαίο βιβλίο για τους Ολυμπιόνικους του Πίνδαρου.
Ο Κώστας, όμορφος, ιδιοφυής, πλούσιος, σπουδαίος ψυχίατρος, που πήγε αδικοχαμένος, μαθητής του Μπελεζίνη, μου έλεγε πως έβλεπε να έρχονται τα παιδια σε μένα «όπως τα πουλιά στο ψηλό δέντρο» και μου επέμενε πως επηρεάζει η πατρότητα αποφασιστικά τον άνθρωπο.
Ο Παναγιώτης που πάντα παλεύει την αγάπη του ο εγωισμός του, καλός ποιητής.
Ο Δημοσθένης, αυθεντικός κριτικός νους, μπασμένος στην προφορικότητά μου και στα χαϊκού από την παλιά μου πρώτη μετάφραση, που «τον άφησαν ημιαναίσθητο δυο μέρες». Θεωρεί σταθμό στην ποίηση το Πράγμα του Κόσμου, μου.
Ο Φώτης, που εξελίχθηκε σε σπουδαίο διανοούμενο, και στη νεότητά του περιφερόταν με ιμάτια, μια φορά τρομάζοντάς μας κιόλας να τρέχουμε σπίτι του με τον Κωστή, γιατί η μάνα του φοβόταν πως θα …αυτοκτονήσει! Κάποτε με κάλεσε στην Αθήνα να παρουσιάσω στον σημαντικό πνευματικό του κύκλο τον Marcel Jousse. Αποτέλεσμα ήταν να εκδοθεί το βιβλίο μου γι’ αυτόν. Αλλά ο Φώτης έκανε το σημαντικό λάθος να γράψει στο αφιέρωμα του «Μανδραγόρα» πως με επηρέασε γλωσσικά και ποιητικά ο Jousse, ενώ εγώ ειχα βγάλει το Μικρό δοκίμιο για τη γλώσσα μου είκοσι χρόνια πριν από την έκδοση των βιβλίων του. Ο κραταιός Μπελεζίνης το είδε σωστά.
Ο Αντώνης είχε βοηθήσει στα πρώτα τεύχη της «Υδρίας», έγινε σημαντικός δημοσιογράφος, ειδικεύτηκε στη ζωγραφική και εξέδωσε γι’ αυτήν ένα σπουδαίο περιοδικό ευρωπαϊκού επιπέδου, που μου χάρισε όλα τα τεύχη του, και έβγαλε δυο σημαντικά μυθιστορήματα. Θυμόταν, και το είπε κάποτε στο Συμπόσιο, πως με έστειλε η χούντα του Ιωαννίδη στην Αρεόπολη επειδή δε δέχτηκα να μου χρηματοδοτεί την «Υδρία».
Και οι κόρες της Αναδυομένης, που έγιναν και οι Εσύ της παρουσίας, σαν απόηχος από τον θαυμάσιο Κατάλογο στην Ιλιάδα της Θέτης και των τριαντατριών νυμφών της, δηλαδή όλες οι γυναίκες, μία μία χωριστά και όλες η μία και όλες η Θέτη και η Θέτη η Μία, η Αναδυομένη, όπως στην αιγυπτιακή θρησκεία υπάρχουν πολλοί θεοί και ο καθένας είναι ο ένας και μόνος, και όπως οι θεϊκές τριάδες, η Τριάδα του εγώ-εσύ-αυτός, που είναι η Παρουσία. Έτσι έγιναν μνήμη-ποίηση-παρουσία τα ωραία κορίτσια-κόρες του μύθου και της απτής πραγματικότητάς μας εγώ και αυτές, ο αληθινός μύθος.
Ήταν η σιωπηλή, ήρεμη Σοφία, φευγαλέα, σε υπαρκτή-ανύπαρκτη επαφή, με μάτια στηλά * Η Μέλπω, που το έσκαγε από το μάθημα στο φροντιστήριο να βρει το αγόρι της, και της είμαι παρών, παρουσία όλη της τη ζωή. * Η Αλίκη, το «Πουλί», που μεγάλωσε στα δέντρα στην Αφρική, μίλαγε με την κίνηση, το χορό, και μ’ έκανε χορό να μου «χορεύει όλης της τη ζωή». Η ομορφιά της Ζίτας που άνθιζε ολοκληρωτικά στο μάθημα, την κοιτάζανε με ζήλια οι φίλες της, αυτή όμως μόνο αυτοπραγματωνόταν, δεν πραγματοποιούσε τίποτα, μου έλεγε «το ασήμι που μου λέτε πως βλέπετε μέσα μου, μόνο εσείς το βλέπετε», δεν έκανε το βήμα που της ταίριαζε, και έμενε πάντα, κάνοντας αυτό και εκείνο, να με κοιτάζει, σε συνεννόηση, και στο δικό μου «Γράψε ποίηση» το δικό της «Ναι» δεν πραγματοποιούνταν, έμενε όμως ή Ζίτα, μέχρι που να λάμπει λέγοντας «Ο καθηγητής μου!», γιαγιά και ωραία μέσα στην οικογένειά της. * Η Μάρια με την άμεση οξύνοια και την αποκλειστική μου ποίησή της, την ωραία κουβέντα και μια κλεφτή τέλεια, στην έκφραση και την αδρότητα, όπως την είδα, φωτογραφία μου, που την έβγαζαν και την κοίταζαν με τις φίλες και την κρατούσε θησαυρό.* Η Μαρία, που χαιρόταν ζωή την αντιγραφή των χειρογράφων μου, και η «φωνή μου την πήγαινε εκεί πριν απ’ το σώμα της». Η άλλη Μαρία που μ’ έκανε ουρανό του νησιού της, γιατί η ζωή τής ήταν λειψή * Η Θεώνη, που μέσα στη σιωπηρή της αμεσότητα μου πληκτρολόγησε χιλιάδες σελίδες να γίνουν βιβλία * Η Μαρίζα που έμαθε και στον άντρα της τον «αγαπημένο της καθηγητή * Η Αντιγόνη, να φέρνει, καλή μητέρα κι επιστήμονας, στον «αγαπημένο της» απ’ το Πανεπιστήμιο «καθηγητή» τα σπουδαία πεζά της * Η Εύη που μου ζητούσε χειρόγραφα να αντιγράφει.* Η Λένα της ακαριαίας μας επαφής και «τέτιας ζωής» της. Και η,η,η,στο δρόμο, στη μνήμη, μόνη και ομαδικές, αυτή η Η, που έγραφα φοιτητής, και έγινε η Αναδυομένη ,η Λαλώ της μυθολογίας και ποίησής μου.