“Η ΤΕΧΝΗ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΤΡΟΠΗ“ – Περιοδικό S. Magazine, τ.10., Δεκέμβριος 2005
S.M. Στις μέρες μας η «non αισθητική» δείχνει να έχει επικυριαρχήσει. Πώς αντιστέκεται στην επέλασή της ένα σκεπτόμενος άνθρωπος;
Σ.Σ. Ο «πολιτισμός» αυτός, που αναφέρατε, και που κατανοείται ως μια νοοτροπία υλικής προσέγγισης των πραγμάτων, τα οποία εκλαμβάνονται ως αντικείμενα του σούπερ μάρκετ, είναι αμερικάνικης έμπνευσης και προέλευσης. Πρόκειται για το είδος εκείνο του πολιτισμού που θέλει να καταστήσει το δέκτη του παθητικό ακροατή και αδρανή αγοραστή. Αυτή η παθητικότητα, βέβαια, οδηγεί σε πνευματική μείωση. Ένας τρόπος αντίστασης είναι να λες όσο γίνεται περισσότερα «όχι», να μένεις σε κάποια απομόνωση, να προσφεύγεις στην παλιά λύση της ανάγνωσης βιβλίων που έχεις μάθει να επιλέγεις και, τελικά, να σκέφτεσαι όσο μπορείς ανεπηρέαστα, πιο προσωπικά και υπεύθυνα και να νιώθεις ότι είσαι υπόλογος απέναντι σ’ αυτούς που μετράς, στα παιδιά σου και σε όσους σε κοιτούν στα μάτια. Να αποφεύγεις, επίσης, την οποιαδήποτε ιδιοτέλεια, η οποία για τους «πνευματικούς» ανθρώπους μεταφράζεται σε επιδερμικής φύσης προβολή. Μια άλλη λύση είναι να προσπαθείς να μη μελαγχολείς.
S.M. Ίσως, όμως, ακόμη κι αν ανακάλυψε κανείς αυτούς τους τρόπους αντίστασης κι αν προμηθευτεί τα όπλα για να αμυνθεί απέναντι στο σωρό των σκουπιδιών, που τον πολιορκεί, αυτό να μην αρκεί, αν δεν καταφέρει να διαδώσει το …αντίδοτο, ώστε να καταστεί η άμυνα συλλογική. Ειδάλλως, όλα τα «στιγμιότυπα» της ζωής μας θα έχουν ως… φόντο τηλεσειρές, τύπου “Sex in the city”, δεν συμφωνείτε;
Σ.Σ. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι εύκολη, καθώς η εμπειρία μού έχει επαληθεύσει αυτό που πίστευα εδώ και πολλά χρόνια. ΄Οτι, αν έχεις να κάνεις κάτι πραγματικά, πρέπει να ξεκινήσεις από τον εαυτό σου και τον άμεσο περίγυρό σου. Δεν μπορείς ν’ ασκήσεις ουσιαστική επίδραση παρά μόνο με το προσωπικό σου παράδειγμα, τόσο μέσω της προσωπικότητας όσο και μέσω του έργου σου. Θα σας έλεγα επιπλέον ότι νιώθω αηδία για κάθε είδους επίδοξους σωτήρες.
S.M. Πόσο συχνά συναντάτε τη γνησιότητα γύρω σας;
Σ.Σ. Στις μέρες μας, είναι αλήθεια ότι πολύ σπάνια βλέπω ανθρώπους που να είναι γνήσιοι. Δημιουργούν πλαστά πράγματα, στη συμπεριφορά ή στο έργο τους, με κριτήριο το τι αναμένει απ’ αυτούς ο απρόσωπος αποδέκτης. Αν, όμως, αυτός που δίνει προσαρμόζεται σ’ αυτό που νομίζει ότι θέλει ο άλλος να λάβει και που είναι του συρμού και ακίνδυνο, τότε ούτε εκείνος δίνει τον εαυτό του ούτε ο άλλος παίρνει αυτό που πραγματικά χρειάζεται. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η Τέχνη, από τη φύση της, είναι κάτι το επαναστατικό και το ανατρεπτικό κι όχι το βολικό και αναπαυτικό.
Γι’ αυτό βλέπουμε ότι τα σύγχρονα καθεστώτα δεν την καταδιώκουν, αλλά προτιμούν να την ακυρώνουν, μέσω της χειραγώγησης και της παρουσίασής της μ’ έναν πολλαπλασιαστικό και τεχνητό τρόπο. Πώς είναι δυνατόν να κάνουν ορισμένα καλά βιβλία τόσες χιλιάδες πωλήσεις; Όπως δεν μπορείς, για να το πω διαφορετικά, να σηκώσεις 100 κιλά, αν δεν κάνεις άσκηση, έτσι δεν μπορείς και να διαβάσεις ένα καλό βιβλίο, χωρίς να έχεις την κατάλληλη προετοιμασία.
S.M. θα συγκαταλέγατε την ποίηση στα αντίδοτα για τον πολτό της μετριότητας που μας κατακλύζει;
Σ.Σ. Σίγουρα, υπό τον όρο, όμως, ότι δε θα είναι ενταγμένη σε νοοτροπίες και σε κλισέ, ότι θα είναι ειλικρινής, πρωτότυπη και δε θα εξυπηρετεί άλλες σκοπιμότητες, πέρα από την ανάγκη του δημιουργού να είναι ελεύθερος και να προσπαθεί να φτάνει στην ουσία των πραγμάτων. Ας ξεχνάμε ότι η αληθινή ποίηση δε γράφεται με μελάνι αλλά με αίμα ζωής.
S.M. Εσείς, που, επί δυόμισι δεκαετίες, έχετε συμβάλει στη θεσμοθέτηση της διάδοσης της ποίησης, μέσω του Συμποσίου που πραγματοποιείται κάθε χρόνο στην Πάτρα και που έχει χαρακτηριστεί από αξιόλογους ανθρώπους, όπως ο Ανδρέας Μπελεζίνης, ως η σημαντικότερη πολιτιστική πρωτοβουλία που έχει αναληφθεί στην πόλη, πώς εισπράττετε ότι ο θεσμός αυτός δεν έχει ενταχθεί στο πλαίσιο της Πολιτιστικής;
Σ.Σ. Η αλήθεια είναι πως δεν κληθήκαμε ποτέ, ως δείγμα μιας νοοτροπίας ανθρώπων που περιμένουν ο άλλοι να τους βρουν και αν τους ζητήσουν πράγματα. Όμως, ο οργανωτής δε θα πρέπει αν νιώθει ανώτερος απ’ όσα θέλει να συμπεριλάβει στην προσπάθειά του. Λογικά, φιλοδοξεί να εξασφαλίσει την καλή ποιότητα, αν είναι, βέβαια, σε θέση να έχει οράματα. Για παράδειγμα, είναι δυνατόν να κάνεις κάτι στην Πάτρα, χωρίς να μιλήσεις για τον Καραγκιόζη; Το ίδιο ισχύει και για το Συμπόσιο Ποίησης. Είτε το θέλουμε είτε όχι, υφίσταται εδώ και 25 χρόνια, έχουν περάσει απ’αυτό όλοι οι σημαντικοί σύγχρονοι ποιητές και τα πρακτικά του αριθμούν χιλιάδες σελίδες. Ωστόσο, για να τελειώνουμε, μ’ αυτό, για να ενταχθεί το Συμπόσιο στην Πολιτιστική, θα έπρεπε και η Πολιτιστική να δημιουργήσει το ανάλογο όραμα που αν το χωράει.
S.M. ΄Εχετε δηλώσει παλιότερα πως είστε ενάντια στον πολιτισμό του μάνατζμεντ. Ωστόσο, υπήρχε τρόπος να χειριστεί κανείς χωρίς το μάνατζμεντ μια γιγαντιαία διοργάνωση, όπως η Πολιτιστική;
Σ.Σ. ΄Οτι χρειάζεται ένα μάνατζμεντ είναι σίγουρο. Όμως, στην περίπτωσή μας, έχουμε την οργάνωση ετοιμάζουμε πρόγραμμα, αλλά το ουσιώδες είναι τι θα μανατζάρουμε. Είναι, δηλαδή, σαν να έχουμε την τεχνική, αλλά να μας λείπει η πρώτη ύλη, για να τη μετατρέψουμε σ’ ένα χρήσιμο αντικείμενο. Έναντι των τεράστιων οικονομικών μέσων, τα πολιτιστικά αντικείμενα είναι σαν να μην υφίστανται. Εκτός κι αν μιλάμε για ένα τεράστιο μεν, φεστιβάλ δε. Με άλλα λόγια, μια Πάτρα που δεν έχει αφεθεί να παραγάγει έναν πολιτισμό, καλείται να γίνει Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Τι προτείνει, λοιπόν, στην τέχνη, στη διανόηση, στην πολιτική; Ο «στρατηγός»-οργανωτής θα έπρεπε να καλέσει τους κατάλληλους, για να το υποδείξουν. Σκέφτομαι το εξής: Για αν φτιάξουμε ένα Συμποσιάκι, είμαστε δέκα άνθρωποι και ψάχνουμε όλο το χρόνο. Για μια τεράστια διοργάνωση, όπως η Πολιτιστική, δεν απαιτούνταν μια αντίστοιχη τεράστια προσπάθεια επαφής με ανθρώπους; Αντί γι’ αυτό, είχαμε την αναμονή υποβολής αιτήσεων, από τις οποίες επέλεγαν κάποιοι, με βαρύνουσα τη γνώμη του «σοφού».
S.M. Μέρες μας χωρίζουν πια από την έναρξη των εκδηλώσεων και, ως γνωστόν, για να αντιστρέψουμε τη ρήση του Κοέλιο «αν δεν θέλεις κάτι πολύ, όλος ο κόσμος συνωμοτεί για να μην το πετύχεις».Εν προκειμένω, μιλάμε για την πλήρη αδράνεια των τοπικών αξιωματούχων, της κεντρικής εξουσίας και, γενικά, των ανθρώπων που πρωτοστατούν στο γίγνεσθαι αυτής της μικρής-μεγάλης πόλης. Τι βλέπετε εσείς να αποκομίζουμε τελικά απ’ όλα αυτά;
Σ.Σ. Εγώ απορώ πως μια ολόκληρη πόλη και οι άνθρωποι που εμπλέκονται σ’ αυτή την ιστορία δέχονται, ένα σπουδαίο γεγονός (που θα έδινε την ευκαιρία στην Πάτρα να μπει στην ουσία της πνευματικότητας και να αποφύγει τις προσπάθειες του πρόχειρου εντυπωσιασμού) να καταλήγει μ’ έναν τρόπο. Εκείνο που περιμένω πλέον είναι, όταν τελειώσουν όλα αυτά, όσοι έχουν την ελάχιστη ευθιξία, να λογοδοτήσουν ηθικά για το όποιο αποτέλεσμα και για το γεγονός ότι η Πάτρα ουσιαστικά δε θα έχει συμμετάσχει, αφού δεν της δόθηκε η δυνατότητα να βρει και να εκφράσει το δυναμισμό της.
S.M. Όταν τελειώσουν όλα αυτά, όπως είπαμε, και…σβήσουν τα φώτα του 2006, αρκετοί ισχυρίζονται ότι θα επιστρέψουμε στον επαρχιωτισμό μας ή, ακριβέστερα, σ’ αυτό που περιέγραψε ο Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου ως «πόλεις κλειστές σαν περιβόλια / εκκοκιστήρια μιας σοδειάς». Συμμερίζεστε τις ανησυχίες του;
Σ.Σ. Φοβάμαι ότι έτσι θα είναι, γιατί, όσο ξέρω, στην Πάτρα δε δημιουργήθηκαν συνθήκες πραγματικής παραγωγής πολιτισμού. Το Φεστιβάλ του Μικρούτσικου, π.χ., δε συντέλεσε στην παραγωγή πολιτισμού αλλά μόνο θεατών. Δεν είδαμε, όλα αυτά τα χρόνια, κάποια αλλαγή, σε όλα τα επίπεδα, από την αθλιότητα του σκουπιδαριού ως την ευγένεια της ποίησης. Δεν έγινε διάλογος, όπου να τίθενται οδυνηρά ζητήματα και να επιδιώκονται λύσεις. Χώρια που, με τον τρόπο που προχώρησε η υπόθεση της Ποτιστικής, δημιουργήθηκε διαίρεση στην πόλη. Ποιο παιδευτικό αποτέλεσμα για τους νέους προκύπτει, με τα πρότυπα ανθρώπων και συμπεριφορών, που παρουσιάζονται; Γι’ αυτό λέω πως πολύ φοβάμαι ότι θα εξακολουθήσει, δυστυχώς, η Πάτρα να είναι μια πόλη που ζει μια ζωή ρηχή, παρ’ ότι ο δυναμισμός κυλάει στις φλέβες όλων των ανθρώπων της και πρέπει αν βρεθεί τρόπος να εκφραστεί.
S.M. Έχοντας διδάξει επί 25 χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση και επί 15 στην Ανώτατη, έως και πριν δύο χρόνια, ήρθατε σε επαφή με πάρα πολύ νέο κόσμο. Επί της ουσίας, δηλαδή, προϊδεαστήκατε για το πώς θα είναι το μέλλον μας. Σε συμπέρασμα καταλήξατε;
Σ.Σ. Δεν ξέρω αν με επηρεάζει η ηλικία, αλλά βλέπω κάπως νοσταλγικά τις παλιότερες εποχές. Τα παιδιά σήμερα έχουν δύσκολη ζωή κι όχι πολλή βοήθεια, κι αυτή η κατάσταση είναι απαράδεκτη. Μεγαλώνουν μάλλον στη μελαγχολία και στην εντελώς επιδερμική ζωή. Φοβάμαι πως θα βρεθούν μόνα τους, εκτός κι αν ξαφνικά γίνουν όλοι πιο στοργικοί. Εδώ στην Πάτρα, μάλιστα, δε βλέπω να ενθαρρύνεται η ανάδειξη νέων ανθρώπων. Πώς θα μάθουν, όμως, έτσι να παλεύουν, π.χ. με τη δυσκολία της ποίησης; Ας είμαστε, παρ’ όλα αυτά, αισιόδοξοι, τουλάχιστον στο μέτρο που μπορούμε να βοηθήσουμε.
S.M. Το δικό σας μέλλον πώς το βλέπετε;
Σ.Μ. Θα συνεχίσω να διαβάζω και να γράφω βιβλία. Και θα ήθελα, με την ευκαιρία, να παρατηρήσω πως θα ήταν ενδιαφέρον − αν και δεν περιμένω να γίνει − οι Πατρινοί να διαβάζουν κάπως περισσότερο. Για να επανέλθω στο ερώτημά σας, μπορεί μετά από χρόνια, όταν εμείς δε θα υπάρχουμε, να λένε για μας το α ή το β. Ας μην μπούμε, όμως, σε απολογισμούς. Γιατί, αν συμβεί ν’ ανακαλύψεις στον απολογισμό της ζωής σου ότι βάδισες σε λάθος δρόμο, τότε…βράσε όρυζα.
S.M. ΄Ανθρωποι όπως εσείς, μεγαλώνοντας γίνεστε πιο σοφοί, άρα και πιο δυστυχισμένοι, καθότι «μακάριοι οι πτωχί τω πνεύματι». Εννοώ τον πόνο που προκαλεί η γνώση και τη χαρά που προκαλεί η άγνοια…
Σ.Σ. Επ’ αυτού, μιλώντας για την ποίηση, θα σας έλεγα το εξής: Η ποίηση δεν αντλεί από τη γνώση, που δε μπορεί, άλλωστε, να χορτάσει τον άνθρωπο. Μεγαλώνοντας, μάλιστα, μαθαίνει κανείς ότι τα πράγματα είναι απλά. Πέντε-έξι απλές αλήθειες. Το θέμα είναι πώς τις λες. Γιατί θέλει μεγάλη τέχνη για να μιλήσεις. Για να θυμηθούμε και το Σολωμό, πρέπει να ’χουμε ανοιχτά τα μάτια της ψυχής.
Πηγή:Academia.edu (σσ. 810 – 816)